- ἀφελκύσῃ
- ἀφελκύσηι , ἀφέλκυσιςdragging awayfem dat sg (epic)ἀφέλκωdrag awayaor subj mid 2nd sgἀφέλκωdrag awayaor subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφέλκυση — η (Μ ἀφέλκυσις) το να τραβάει κανείς απότομα κάτι νεοελλ. «αφέλκυση ξίφους» η απόσπαση του ξίφους από το ξίφος του αντιπάλου με το οποίο βρίσκεται σε ζεύγη … Dictionary of Greek